- συρματόπλεγμα
- Εμπόδιο εδάφους από λείο ή αγκαθωτό σύρμα. Χρησιμοποιείται για την αναχαίτιση του εχθρικού πεζικού. Τα πρώτα σ. εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και ήταν συρμάτινα δίχτυα. Αγκαθωτό σύρμα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον πόλεμο των Άγγλων με τους Μπόερς (1899-1902). Στη διάρκεια του A’ Παγκόσμιου πόλεμου τα αγκαθωτά σ. χρησιμοποιήθηκαν πλατιά. Στην άμυνα του Πορτ - Άρθουρ χρησιμοποιήθηκαν από το ρωσικό στρατό για πρώτη φορά, ηλεκτροφόρα σ. Από τότε τέτοια εμπόδια χρησιμοποίησαν και άλλοι στρατοί. Σήμερα τα σ. μπορεί νά ’ναι μόνιμα ή φορητά και με διάφορες μορφές. Τοποθετούνται πριν ή και στη διάρκεια της μάχης σε συνδυασμό με αντιαρματικά εμπόδια και εκρηκτικά εμπόδια κατά προσωπικού.
Στρατιώτες φυλάσσουν τον δρόμο πίσω από ένα συρματόπλεγμα στη διάρκεια στρατιωτικής άσκησης (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το, Ν1. τεχνολ. συρμάτινο πλέγμα που χρησιμοποιείται για την περίφραξη χώρων και την κατασκευή κόσκινων κ.ά. αντικειμένων το οποίο υφαίνεται από σύρματα σιδήρου ή χαλκού, συνήθως, όπως ένα αραιό ύφασμα2. στρ. μορφή οχυρωματικού έργου το οποίο κατασκευάζεται με επάλληλες σειρές από ακιδωτό συρματόπλεγμα3. φρ. «ακιδωτό συρματόπλεγμα»τεχνολ. συρματόπλεγμα που κατασκευάζεται με συστροφή δύο ή τριών συρμάτων, μεταξύ τών οποίων παρεμβάλλονται ακανθώδεις προεξοχές.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + πλέγμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.